- κρυολογώ
- κρυολογώ, κρυολόγησα, κρυολογημένος βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κρυολογώ — και κρυολογάω κρυολόγησα, κρυολογημένος 1. παθαίνω ψύξη του σώματος, ασθενώ από κρυολόγημα. 2. προξενώ ψύξη και τη σχετική ασθένεια που προέρχεται απ αυτή: Με κρυολόγησε αυτή η ανοιχτή πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυολογώ — έω και άω 1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα») 2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνο λογώ, παντρο λογώ] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] … Dictionary of Greek
ασπρολογώ — ( άω) 1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε») 2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κρυαίνω — και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) [κρύος] νεοελλ. 1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω 2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι 3. αποθαρρύνομαι μσν. ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ 2. κρυολογώ … Dictionary of Greek
κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
κρυώνω — (Μ κρυώνω) [κρύος] 1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα») 2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει») νεοελλ. 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω 2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή… … Dictionary of Greek
πουντιάζω — και ποντιάζω Ν [πούντα] (αμτβ.) 1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.) 2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις») 3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί… … Dictionary of Greek
κρυώνω — κρύωσα, κρυωμένος 1. κάνω κάτι ψυχρό, το παγώνω: Φύσηξε τη σούπα να κρυώσει. 2. δυσαρεστώ κάποιον: Η στάση σου με κρύωσε. 3. παγώνω, κρυολογώ: Μην καθόσαστε στο ρεύμα, γιατί θα κρυώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)